top of page

Περιφέρεια:

Περιφερειακή Ενότητα:

Δήμος:

Θέση:

Τι αφορά:

Θέμα:

Κωδικός:

Φωτογραφίες:

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ - ΕΥΡΩΣΤΙΝΗΣ

ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ

ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ - ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΚΛΠ

1169

ΝΤΑΣΙΟΣ ΤΑΚΗΣ

Ο Παναγής Τσαλδάρης ήταν πολιτικός, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Γεννήθηκε στο Καμάρι Κορινθίας στις 05/03/1868.


Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος Διδάκτωρ Νομικής το 1889.


Το 1890 διορίστηκε δικηγόρος στην Πάτρα και αμέσως έφυγε στο εξωτερικό για συμπλήρωση σπουδών στο Γκέτινγκεν, στο Βερολίνο, στη Λειψία και στο Παρίσι. Το 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα, μετατέθηκε στην Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τη δικηγορία.


Αναμίχθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε πρώτη φορά πληρεξούσιος Αργολιδο-Κορινθίας στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 (06/08/1910) για την ανάδειξη της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής καθώς και στην ανάδειξη της απλής Βουλής του 1912 (11/03/1912).


Από τότε εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες αρνήθηκε να μετάσχει.


Στη Βουλή συμμετείχε ως Ανεξάρτητος με τον Δημήτριο Γούναρη με τον οποίο συνδέονταν με στενή φιλία.


Διετέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης το 1915 στην Κυβέρνηση Γούναρη, Εσωτερικών και Συγκοινωνιών το 1920 και το 1926 στις Κυβερνήσεις Νικόλαου Καλογερόπουλου, Δημητρίου Γούναρη και Αλεξάνδρου Ζαΐμη.

Κατά την περίοδο του Διχασμού, μετά την επικράτηση του Κινήματος της Εθνικής Αμύνης, ο Π. Τσαλδάρης συνελήφθη και εκτοπίστηκε αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια στη Σκόπελο, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του εκτοπισμένου επίσης εκεί, Βυζαντινολόγου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Σπυρίδωνα Λάμπρου, τη Λίνα Λάμπρου, την οποία νυμφεύτηκε αργότερα.

Στη συνέχεια ανέλαβε ηγετικό στέλεχος στο Κόμμα των Εθνικοφρόνων.

Το 1919 συμμετείχε ως εκπρόσωπος τού Κόμματος των Εθνικοφρόνων στην ίδρυση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης με έμβλημα ένα κλαδί ελιάς.

Τον Μάρτιο του 1922 αναγκάσθηκε για λόγους υγείας να μεταβεί στο εξωτερικό.


Λίγους μήνες μετά, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1922 συνελήφθη αμέσως από τους κινηματίες ως «πολιτικός εγκληματίας» και φυλακίστηκε.


Τελικά, μετά τη Δίκη των Έξι και την εκτέλεση δια τουφεκισμού του Δημητρίου Γούναρη, αποφυλακίστηκε στις 08/1/1923 ύστερα από αμνηστία που του δόθηκε.


Στις εκλογές του 1923 (16/12/1923) για την εκλογή της Δ΄ Συντακτικής συνέλευσης δεν έλαβε μέρος.


Τον Ιανουάριο του 1924 ανέλαβε προσωρινά και από 04/05/1924 οριστικά, την αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος, όπως είχε μετονομαστεί το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δ. Γούναρη από τον Νοέμβριο του 1920.


Το Λαϊκόν Κόμμα υποστήριζε τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία ως το καταλληλότερο πολίτευμα για την Ελλάδα. Αλλά σε όλη την δεκαετία του 1920 ο Τσαλδάρης απέφευγε να έρθει σε απευθείας σύγκρουση και ρήξη με τους Φιλελεύθερους για αυτό το ζήτημα επιδεικνύοντας συναινετική διάθεση για να καταλαγιάσουν τα πάθη. Θεωρούσε ότι μοναδική διέξοδος για το πρόβλημα ήταν να ερωτηθεί ο λαός με δημοψήφισμα, όταν όμως τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα, και να υποταχθούν όλοι στην κρίση του. Στη συνέχεια, θα διαφανεί ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε την παλινόρθωση και για αυτό προσπαθούσε να μετριάσει τα ακραία στοιχεία του Λαϊκού Κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, ο Τσαλδάρης επέλεξε και επέβαλε την εποικοδομητική αντιπολίτευση.


Ο Τσαλδάρης υπεράσπιζε τις ισορροπημένες σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας και για αυτό υποστήριζε τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συλλογικές συμβάσεις. Ο ίδιος μάλιστα διαφοροποιούταν από την γενικότερη τάση των βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος να αρνούνται την ύπαρξη τάξεων.


Το 1920 συμμετείχε ως Υπουργός Εσωτερικών στην πεντακομματική Οικουμενική Κυβέρνηση (πλην Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος).

Προσπαθούσε να ακολουθήσει συγκρατημένη γραμμή, δείχνοντας κατανόηση για τις διαμαρτυρίες και υποστηρίζοντας τις κοινωνικές παροχές. Αλλά παράλληλα στήριζε την πολιτική των εκτοπίσεων, τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων και των αριστερών συνδικαλιστών. Η γενικότερη μετριοπαθής στάση του στην Οικουμενική και τα λογικά αιτήματα που έθετε, τα οποία γίνονταν αποδεκτά από τα άλλα κόμματα ενίσχυσαν τη μετριοπαθή πτέρυγα στο Κόμμα. Απέρριπτε τη θεσμοθέτηση γερουσίας στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα. Αντίθετα, υποστήριξε να ενταχθούν στο σύνταγμα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Επίσης, θεωρούσε πρώτιστο ζήτημα την θεσμοθετημένη προστασία της ιδιοκτησίας. Αυτό τον έφερνε όμως σε σύγκρουση με την πολιτική των απαλλοτριώσεων και ως εκ τούτου με την αγροτική πολιτική και τα αγροτικά στρώματα που επεδίωκε να εκφράσει. Τελικά, το Λαϊκόν Κόμμα θα συναινέσει στο νέο σύνταγμα, αλλά θα αποχωρήσει από την Οικουμενική, διαφωνώντας με τους Φιλελευθέρους στη δημοσιονομική πολιτική.


Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκόν Κόμμα διαφωνούσαν κάθετα με την καθιέρωση της Δημοτικής. Υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της ισοπολιτείας Ελλήνων και Εβραίων Ελλήνων πολιτών, διαφωνώντας με τη θέση του Ελευθέριου Βενιζέλου ότι η ισοπολιτεία αποτελούσε δικαίωμα μόνο των «εξελληνισμένων» της Ισραηλίτικης Κοινότητας της Θεσσαλονίκης και ότι θα έπρεπε να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι οι Έλληνες να πεισθούν ότι οι Εβραίοι έχουν ειλικρινή πρόθεση να ενσωματωθούν. Γι' αυτό κατηγόρησε την κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1928 ότι εμπόδιζε την αφομοίωσή τους.

Αντέδρασε έντονα στην πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία που ακολούθησε ο Βενιζέλος, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα προέβη σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα. Επίσης υποστήριξε πως η συμφωνία του 1930 δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία και πως η ρύθμιση του ζητήματος των περιουσιών ήταν σε βάρος των Ελληνικών συμφερόντων.

Το 1932 το Κόμμα κέρδισε τις εκλογές. Για να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από Φιλελεύθερους στρατιωτικούς που φοβούνταν για τη Δημοκρατία, ο Τσαλδάρης έδωσε γραπτή δήλωση ότι το Κόμμα αναγνώριζε το Δημοκρατικό καθεστώς, ανακουφίζοντας τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, σχημάτισε Κυβέρνηση Συνεργασίας του Κόμματος του, του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και των Ελευθεροφρόνων. Πολύ σύντομα όμως τα πράγματα θα οδηγηθούν σε νέες εκλογές και σε μια καθαρή νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Η νίκη αυτή οδήγησε σε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα του Νικολάου Πλαστήρα, οξύνοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων και ανοίγοντας τον δρόμο για εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις.


Τον Μάρτιο του 1933 ο Τσαλδάρης σχημάτισε Νέα Κυβέρνηση με τον Γεώργιο Κονδύλη υπό τη δική του προεδρία. Σημαντικό μέλημα της νέας Κυβέρνησης ήταν η αναζήτηση των πρωταίτιων του πραξικοπήματος. Μέσα σε αυτό το κλίμα έλαβε χώρα και η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Τελικά, ο Τσαλδάρης θα επιδείξει ακόμη μια φορά συναινετικός, παραχωρώντας αμνηστία και προκαλώντας εσωτερική κρίση στο Κόμμα με αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών του. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα θα αρνηθούν όμως αμνηστία στους διωκόμενους κομμουνιστές και θα εντείνουν τις διώξεις εναντίον τους.


Απεβίωσε τα ξημερώματα της 17/05/1936, την ώρα που κοιμόταν, από ανακοπή καρδιάς. Η κηδεία του έγινε με τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία στο Α΄ Νεκροταφείο.


Ήταν παντρεμένος με την Λίνα Λάμπρου και δεν είχε παιδιά. Ανιψιός του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.

bottom of page